- καταστρέφω
- (AM καταστρέφω)φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθοράνεοελλ.1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ2. διακορεύω παρθένο3. μέσ. καταστρέφομαιχάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώαρχ.1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω2. οργώνω τη γη, φέρνω τα πάνω χώματα κάτω και αντίθετα3. ανατρέπω, καταρρίπτω4. αποβλέπω σε κάποιον, ενδιαφέρομαι για κάποιον5. (για πλοίο) κατευθύνομαι6. επιστρέφω, επανέρχομαι7. κατευθύνω, διευθύνω περιστρέφοντας κάτι8. (σχετικά με λόγο) κατευθύνω προς κάποιο σκοπό, προς κάποιο συμπέρασμα9. τερματίζω, τελειώνω, λήγω10. συστρέφω ή εντείνω ισχυρά («αἱ κατεστραμμέναι χορδαί», Αριστοτ.)11. μέσ. α) υποτάσσω με τη βία κάποιον («Νάξον... κατεστρέψατο πολέμῳ», Ηρόδ.)β) οδηγώ, περιάγω κάποιον12. παθ. καταστρέφομαια) υποτάσσομαι, υποδουλώνομαιβ) είμαι αναγκασμένος, υποδουλωμένος13. φρ. α) «καταστρέφω τὸν βίον» — πεθαίνωβ) «εἰς ὥραν δεκάτην ἤδη τῆς ἡμέρας καταστρεφούσης» — ενώ ήδη η ημέρα έκλινε, πλησίαζε προς τη δεκάτη ώραγ) «λέξις κατεστραμμένη» — λόγος που αποτελείται από περιόδους.
Dictionary of Greek. 2013.